ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΙΟΥ:
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΙ ΑΚΟΜΗ ΖΩΝΤΑΝΗ!

Η ενδυμασία είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία και παράδοση του Λιβαδίου. Διαθέτει πολλά πρωτότυπα και μοναδικά στοιχεία που ενθουσιάζουν κάθε ειδικό και μη. Είναι κρίμα που διάφοροι "ειδικοί" , "συλλέκτες" και "μουσεία" δεν πρόσεξαν αυτόν το θησαυρό. Οι "ειδικοί" της Αθήνας περιορίζονται συνήθως στα εύκολα, τα αθηναϊκά και σε έτοιμες δουλειές που παίρνουν από διάφορους φορείς ή μεμονωμένα άτομα.

Το "καϊρούκι" και η κυρατζίδικη στολή υπάρχουν μόνο στο Λιβάδι. Το ίδιο και υπέροχες παραλλαγές της κτηνοτροφικής στολής.

Στα ενδύματα κατατάσσονται τα περίφημα κιλίμια, οι φλοκάτες, τα μάλλινα προσκεφάλια, τα καταπληκτικά κεντήματα κλπ.

΄Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο στη λιβαδιώτικη ενδυμασία είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της είναι ακόμη "ζωντανό". Φοριέται ακόμη. Κυρίως από τις μεγάλες ηλικίες. Το βλέπει κανείς αυτό στο Κιόσκι, στην πλατεία και στις γειτονιές της κωμόπολης. Οι νέοι περιορίζονται να φορούν τις πιο εντυπωσιακές τοπικές στολές στις διάφορες γιορτές και εκδηλώσεις.

Η λιβαδιώτικη ενδυμασία έχει έντονο το στοιχείο της ποικιλίας. Είναι φυσικό αυτό. Οι κοινωνικές και οικονομικές τάξεις και το επάγγελμα είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διαφοροποίηση της ενδυμασίας. Υπάρχει βέβαια και ο επηρεασμός της ροής του χρόνου, της εποχής, που λέμε.

Παλιότερα οι διαφοροποιήσεις της ενδυμασίας ήταν έντονες. Ο τσέλιγκας έπρεπε να φαίνεται τσέλιγκας και ο δουλευτάρης του (χουσμεκιάρης) έπρεπε να φαίνεται δουλευτάρης. Στην πορεία του χρόνου όλα αυτά χαλάρωσαν. Ωστόσο έχουν παραμείνει πολλά...ίχνη.

Τη λιβαδιώτικη ενδυμασία θα μπορούσαμε να την κατατάξουμε σε διάφορες κατηγορίες:

1. Στην ενδυμασία των κτηνοτρόφων.
2. Στην ενδυμασία των γεωργών.
|3. Στην ενδυμασία των μεταφορέων (κυρατζήδες).
4. Στην ενδυμασία των εργατών και των μαστόρων.
5. Στην ενδυμασία των εμπόρων.

Ακόμη θα μπορούσαμε να διακρίνουμε και τις εξής κατηγορίες:
1. Ενδυμασία δουλειάς.
2. Επίσημη ενδυμασία ή ενδυμασία "εξόδου".

Και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι κανόνες των "κοινωνικών τάξεων" τηρούνταν αυστηρά τόσο στην αντρική όσο και στη γυναικεία ενδυμασία.

Αλλά ας παρουσιάσουμε, χωρίς άσκοπες λεπτομέρειες, τις κυριότερες ενδυμασίες του Λιβαδίου.

ΤΟ ΚΑΪΡΟΥΚΙ:
(ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ)

Είναι το πιο εντυπωσιακό και ομορφότερο ένδυμα. Με μια μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη.

Το όνομα της γυναικείας αυτής στολής προέρχεται από ένα συγκεκριμένο εξάρτημα, μια στρόγγυλη δαντέλα της κεφαλής, που λέγεται "καϊρούκι". Είναι τόσο ωραία αυτή η όρθια δαντέλα-στεφάνι (καϊρούκι), που δεν μπορούσε παρά να "ενσωματώσει" ολόκληρη τη στολή στο όνομά της.

Το "καϊρούκι" είναι μια εξέλιξη του "φιόγκου". Ο "φιόγκος" ήταν ένα "φέσι", ένα στρόγγυλο "καπέλο" από βελούδινο ύφασμα, συνήθως, κεντημένο και στολισμένο με εντυπωσιακά στολίδια. Τα υπόλοιπα εξαρτήματα της στολής ήταν ίδια με εκείνα του "καϊρουκιού". Ο "φιόγκος" φοριόταν από γυναίκες αρχοντικών οικογενειών. Τουλάχιστον στην αρχή. Αργότερα φοριόταν από κάθε γυναίκα, τηρουμένων, φυσικά, των αναλογιών στην ποιότητα του υλικού και των κοσμημάτων. Το "καϊρούκι" πάντως δεν αντικατέστησε το "φιόγκο". Συνυπήρχαν.

Τόσο η στολή με "καϊρούκι" όσο και εκείνη με "φιόγκο" ήταν νυφικά! Πρωτοφοριόταν από το κορίτσι την ημέρα του γάμου και κατόπιν ήταν επίσημο ένδυμα για γιορτές, κοινωνικές εκδηλώσεις, Κυριακές κλπ. και μάλιστα για πολλά χρόνια.

ΔΙΑΦΟΡOΠΟΙΗΣΕΙΣ

Το νυφικό αυτό είτε με "καϊρούκι" είτε με "φιόγκο" το συναντούμε σε διάφορες μορφές. Και πρώτα πρώτα στην απλή του μορφή με μια φούστα (φουστάνι) και μια μπλούζα (τρούπου). Και τα δύο από πολύχρωμο, σκούρων αποχρώσεων, ύφασμα (στόφα). H απλή αυτή μορφή φοριόταν από γυναίκες φτωχών οικογενειών. Ανάλογη ήταν και η ποιότητα και ποσότητα των κοσμημάτων, όπως και η ζώνη. Η απλή μορφή παρουσιάστηκε στην αρχή του "καϊρουκιού" σαν "φτηνή μίμηση" ή σαν επιθυμία του φτωχού να "αντιγράψει" τον πλούσιο.

Τα περισσότερα από τα νυφικά αυτά συνοδεύονταν κι από ζακέτα βελούδινη με πλούσιο γούνινο γιακά. (Κι εδώ υπάρχουν ποιότητες που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το προσωπικό γούστο της γυναίκας). Η ζακέτα αυτή λέγεται "σαλταμάρκα". Σε πολλές περιπτώσεις είχαμε και "λουτρ ζακέτες" για το χειμώνα. Με πιο ανοιχτόχρωμη καφετιά γούνα και πιο μακρύτερη. Καμιά φορά έφτανε μέχρι πίσω. Η ζακέτα αυτή λέγονταν "μπόλκα". Η "μπόλκα γίνονταν κι από "ατλάζι" και θεωρούνταν ημιεπίσημη.

Ανάμεσα από το γούνινο γιακά φοριόταν ένα κεντημένο κασκόλ.

ΤΑ ΚΕΦΑΛΟΔΕΜΑΤΑ

1.ΤΟ ΚΑΪΡΟΥΚΙ

Αλλά ας δούμε αυτό καθεαυτό το "καϊρούκι". ΄Ηταν μια στρόγγυλη λεπτοκαμωμένη δαντέλα που έφτιαχναν ειδικές τεχνίτριες του Λιβαδίου. Μία από αυτές ζει ακόμη (σε μεγάλη ηλικία). Πρόκειται για την εξαιρετική τεχνίτρια Ρινάκω Στερνάκα. (Οι γραμμές αυτές γράφονται το καλοκαίρι του 1996).

Η δαντέλα αυτή, κατά κανόνα από μετάξι, στηρίζονταν πάνω σε μια στρόγγυλη βάση-ρολό (κουρδόστου) από γυναικεία μαλλιά ή ύφασμα με μεγάλες καρφίτσες οι οποίες κατέληγαν σε μαύρες ολοστρόγγυλες κεφαλές (στουμπίτσι). Στο πάνω μέρος του κεφαλιού υπήρχε μεταξωτό λεπτό ύφασμα, η σκέπη, που ήταν κι αυτή η βάση της δαντέλας.

Το χρώμα της δαντέλας ήταν συνήθως μαύρο ή σκούρο μπλε.

Δεν μπορέσαμε να μάθουμε από πού προέρχεται η λέξη "καϊρούκι".

2. Ο ΦΙΟΓΚΟΣ

Ο "φιόγκος" έχει κι αυτός την αρχοντιά του. Έχει σχήμα καπέλου. Στολίζεται με ένα κόκκινο κέντημα με χάντρες, τον "κόκορα" (κουκότου). Επίσης μπορεί να έχει και το "μπρασίμι", κάτι σαν "κρόσσια", πάνω στο οποίο δένονται τα μαλλιά. Το δέσιμο των μαλλιών βοηθιέται κι από την "πόση" , μια χοντρή κορδέλα από σατέν ύφασμα.

ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κοσμήματα της στολής. Το πιο εντυπωσιακό, και χαρακτηριστικό κόσμημα, που μπαίνει πάνω στο "καϊρούκι" (αλλά και στο φιόγκο), είναι ο "σουγιάς".

Τρεις παράλληλες χρυσές βεργίτσες πλαισιωμένες τις περισσότερες φορές κι από διάφορες χρωματιστές πέτρες. Επίσης στο "καϊρούκι" και στο "φιόγκο" μπαίνει και το "άστρο". Ένα στρόγγυλο ασημένιο κόσμημα. Κοσμήματα έμπαιναν και στο στήθος, κάτω από το λαιμό. Στο λαιμό κρεμούσαν χρυσές αλυσίδες με διάφορα κοσμήματα και ιδιαίτερα πεντόλιρα.

ΑΝΤΟΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Οι επίσημες γυναικείες στολές τόσο με καϊρούκι όσο και με φιόγκο άντεξαν και στην εισβολή της ευρωπαϊκής μόδας. ΄Ετσι σε φωτογραφίες παλιές (τέλος 19ου αιώνα και αρχές εικοστού) βλέπουμε άντρες αρχοντικών οικογενειών με ευρωπαϊκά κουστούμια και παπιόν να συνοδεύονται από γυναίκες που φορούν παραδοσιακές στολές με καϊρούκι ή φιόγκο. Αυτό δείχνει τη γοητεία της λιβαδιώτικης επίσημης γυναικείας φορεσιάς.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ

Τα υφάσματα των επίσημων γυναικείων στολών, πριν από την απελευθέρωση, έρχονταν συνήθως από το εξωτερικό. Βιέννη, Παρίσι κλπ. Τα έφερναν οι περίφημοι έμποροι του Λιβαδίου οι οποίοι τροφοδοτούσαν συγχρόνως και τις αγορές της Ελασσόνας, Λάρισας, Σερβίων κλπ. Μετά την απελευθέρωση αγόραζαν τα υφάσματα αυτά από τις κοντινές πόλεις, αλλά και από το Λιβάδι. Ονομαστό είναι το κατάστημα υφασμάτων που είχε ο Γκόγκος Γούλας-Μουκίδης, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει στην Ελασσόνα από τους κλέφτες που τον ενοχλούσαν συνεχώς με "χαρατσώματα".

ΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΣΤΟΛΕΣ

 Οι καθημερινές γυναικείες στολές ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και το επάγγελμα. Στα νέα κορίτσια τα χρώματα είναι πιο ανοιχτά, πιο χαρούμενα, πιο έντονα. Δεν λείπει το σελ, το άσπρο, το ροζ κλπ.

Χαρακτηριστικό της καθημερινής γυναικείας φορεσιάς είναι το "καλέμι". Πρόκειται για ένα μαντήλι από μετάξι ή απλό φτηνό διαφανές ύφασμα που δένεται με έναν όμορφο τρόπο στο κεφάλι. Στα νέα κορίτσια το καλέμι είναι σχεδόν πάντα άσπρο. Στις μεγαλύτερες ηλικίες σκουραίνει. Γίνεται μαύρο ή βαθύ γαλάζιο. Το καλέμι στις μεγάλες ηλικίες, όταν είναι μεταξωτό, λέγεται και "σκέπη". Η σκέπη έχει κάπως επίσημο χαρακτήρα. Τόσο το "καλέμι" όσο και η σκέπη ,σε αρκετές περιπτώσεις, έχουν στην άκρη γύρω γύρω και δαντέλα. Το "καλέμι" δεν φοριέται πλέον από τα νέα κορίτσια. Ωστόσο φοριέται από τις μεγαλύτερες ηλικίες ακόμη και σήμερα (1996). Κατά τα λοιπά οι φούστες έφταναν μέχρι τα γόνατα και το μεν καλοκαίρι ήταν από λεπτά υφάσματα το δε χειμώνα από μάλλινα. Οι ζακέτες, μάλλινες πλεκτές συνήθως, υπήρχαν σε πολλές ποικιλίες.

Σημαντική ήταν η παρουσία της ποδιάς. Φορούσαν απλές ποδιές, αλλά και κεντημένες για κάπως πιο επίσημες εμφανίσεις.

Από μέσα τα νέα κορίτσια φορούσαν μεσοφόρια ολόσωμα από ύφασμα πάνινο, που το έλεγαν "ζαφειράκι". Για το χειμώνα είχαν μάλλινες φανέλες και φούστες. Για "σουτιέν" χρησιμοποιούσαν το "μπουστάκι" από πάνινο κεντημένο ύφασμα.

Στις μεγαλύτερες ηλικίες όλα αυτά γίνονται πιο σκούρα και πιο μάλλινα. Οι ζακέτες πιο μεγάλες. Προστίθεται και η "σπαλέτα", ένα αραιοπλεγμένο μάλλινο πανωφόρι με κρόσσια.

Οι γυναίκες της τρίτης ηλικίας φορούν μόνιμα στο κεφάλι μαύρο απλό φιόγκο.

Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Στην αντρική ενδυμασία των κτηνοτρόφων επικρατούσε πριν από το την απελευθέρωση το άσπρο χρώμα. Η παρουσία των μαύρων ρούχων περιοριζόταν σχεδόν μόνο στις καθημερινές δουλειές. Η αλλαγή αυτή οφείλεται μάλλον σε πρακτικούς λόγους μια και στο σκούρο ρούχο δε φαίνεται εύκολα η βρωμιά. Ωστόσο η άσπρη ενδυμασία και ιδιαίτερα η επίσημη ήταν εντυπωσιακή. Συνοδεύονταν από κεντημένα γιλέκα, θαυμάσια ασημένια "γιορντάνια" και πολλά άλλα.

Τα βασικά "εξαρτήματα" τόσο στην άσπρη στολή όσο και στη μαύρη είναι τα ίδια..

Θα δούμε την επίσημη στολή, αυτή με την οποία οι κτηνοτρόφοι έβγαιναν στην πλατεία, πήγαιναν στην εκκλησία κλπ. Η καθημερινή στολή δεν ακολουθούσε κανόνες. Είχε απλά τις βάσεις της επίσημης. Στο πάνω μέρος, η επίσημη κτηνοτροφική στολή, είχε μια πουκαμίσα με πολλές πιέτες μπροστά και μανίκια φαρδιά. ΄Ηταν άσπρη ή ριγέ σκούρα κι από βαμβακερό ύφασμα.

Πάνω από την πουκαμίσα φοριόταν ένα γιλέκο μάλλινο από τσιπούνι άσπρο (παλιά) ή μαύρο. Στο γιλέκο φορούσαν και τα ασημικά (γιορντάνια).

Στο κάτω μέρος παλιά είχαμε τη φουστανέλα κι αργότερα, ή και παράλληλα, το "γιλέκι".(Ένα είδος μαύρης φουστανέλας).Με το πέρασμα του χρόνου φορέθηκε και το σαλαβάρι ή και πιο κοινά, παντελόνια από τσιπούνι.

Η ζώνη είναι πλεκτή μάλλινη ή και δερμάτινη. Οι κάλτσες (τσουάριτσι) μάλλινες δένονται στα γόνατα με κορδόνι ή λάστιχο. Τα παπούτσια είναι σχεδόν πάντα τσαρούχια.

Η όλη ενδυμασία συμπληρώνονταν από το " μαλιότου", μαύρο πανωφόρι με πιέτες πίσω και σχιστά μανίκια. Παραλλαγές του "μαλιότου" είναι το "ταλαγάνι", που έχει "κουκούλα" για το κεφάλι και το "κουντούσου" με κλειστά μανίκια .

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΡΑΤΖΗΔΩΝ

Οι κυρατζήδες αποτελούσαν μια πολυάριθμη τάξη παλιότερα στο Λιβάδι. Ιδιαίτερα στις αρχές και το τέλος του 19ου αιώνα που το εμπόριο του Λιβαδίου ήταν στις δόξες τους. Οι κυρατζήδες του Λιβαδίου (μεταφορείς με ζώα) μετέφεραν από και προς διάφορα μέρη του εσωτερικού και εξωτερικού προϊόντα για λογαριασμό των περίφημων εμπόρων του Λιβαδίου.

Η ενδυμασία τους παρουσιάζει ενδιαφέρον και έχει μοναδικά στοιχεία.

Το «σαλαβάρι» (παντελόνι) στο πάνω μέρος είναι φαρδύ και στηρίζεται στη μέση με κορδόνι μέσα σε «σούρα». Κάτω από τα γόνατα όμως στενεύει πολύ. «Κολλάει», θα λέγαμε, στο πόδι. Δίνει την εντύπωση μιας «επιγονατίδας». Σε αρκετές περιπτώσεις στην «επιγονατίδα» βλέπουμε και κουμπιά. Το «σαλαβάρι» είναι κατά κανόνα από μάλλινο ύφασμα («τσιπούνι»).

Το πουκάμισο, από λεπτό βαμβακερό ύφασμα, είναι πάντα σκούρο. Πάνω από το πουκάμισο βλέπουμε το γιλέκο, κι αυτό από τσιπούνι, με μια μεγάλη μονοκόμματη τσέπη μπροστά. Το γιλέκο λέγεται και «τσιμπιντάνι».

Η ενδυμασία του κυρατζή συμπληρώνεται από μάλλινο (τσιπούνι) σακάκι ή από «ταλαγάνι». Στο κεφάλι φορούσαν πάντα ένα μικρό καπέλο.

ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ, ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ ΚΛΠ.

Η ενδυμασία των γεωργών, των μαστόρων κλπ. είχε έντονο το στοιχείο της ποικιλίας. Η μη επίσημη ήταν «ελαφρά», χωρίς ιδιαίτερους κανόνες. Η επίσημη αντέγραφε την ενδυμασία των κτηνοτρόφων στις κύριες γραμμές.

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΚΟΥΡΕΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ

Στις επίσημες και μη ενδυμασίες, αντρών και γυναικών, επικρατούν έντονα σκούρα χρώματα και κυρίως το μαύρο και το βαθύ μπλε.

Η πρώτη εξήγηση στο φαινόμενο αυτό είναι το κρύο κλίμα του Λιβαδίου. Τα σκούρα χρώματα είναι πιο ζεστά. Μια άλλη εξήγηση είναι η μεγάλη θνησιμότητα που υπήρχε πριν από το 1930. Τα σκούρα χρώματα βόλευαν την πένθιμη ενδυμασία.

Νίκος Καραΐσκος